- πλατυσμόν
- πλατυσμόςwideningmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατυσμός — ο, ΝΜΑ [πλατύνω] πλάτυνοη, εύρυνση μσν. μτφ. ευρύτητα («καὶ ὁ πλατυσμὸς καὶ τὰ κυριώτερα μέρη ταύτης, τῆς σχεδὸν ἀπείρου ἀρχῆς», Καισάρ. Δαπ.) αρχ. 1. ευρύς, ανοιχτός χώρος («καὶ ἐξήγαγε με εἰς πλατυσμόν», ΠΔ) 2. μτφ. καύχηση, κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek